ιχθύς

ιχθύς
ο (AM ἰχθύς)
1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια
2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες
ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου
3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος» — λέγονται για υπερβολικά ολιγόλογα και σιωπηλά άτομα ή για άτομα που αδυνατούν να απαντήσουν
νεοελ. φρ.
1. Ιπτάμενος Ιχθύς και Νότιος Ιχθύς
δύο αστερισμοί τού νότιου ημισφαιρίου
2. «ετήρησε σιγήν ιχθύος» — δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει
αρχ.
1. μωρός, ανόητος, ηλίθιος
2. στον πληθ. οἱ ἰχθύες
η αγορά όπου πωλούσαν ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἰχθύς συνδέεται με αρμεν. jukn, λιθουαν. žuvis, λεττονικό zuvs και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ghdū- «ψάρι». To i- τού τ. είναι προθεματικό στοιχείο τής Ελληνικής και εμφανίζεται σε ορισμένες λ. προ συμφωνικών συμπλεγμάτων με κλειστό σύμφ. (πρβλ. ι-κτίνος, αλλά και ε-χθές). Το -υ- τού τ. είναι κατά την κλίση του μακρό στις δισύλλαβες πτώσεις (ονομ. ἰχθύς, κλητ. ἰχθύ) πλην τής αιτ. ἰχθύν, όπου το -υ- είναι βραχύ
στις τρισύλλαβες πτώσεις (γεν. ἰχθύος, ἰχθύων) το -υ- είναι βραχύ. Ως α' συνθετικό η λ. εμφανίζεται με τη μορφή ἰχθυ(ο)-* (πρβλ. ιχθυο-πώλης), δηλ. με συνδετικό φωνήεν -ο-. Στη Νέα Ελληνική για τη σημ. «ιχθύς, ψάρι» χρησιμοποιείται η λ. ψάρι (< μτγν. ὀψάριον < αρχ. ὄψον «προσφάγι»). Η λ. ὀψάριον έχει τη σημ. «ψάρι» ως τροφή στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ενώ στα άλλα Ευαγγέλια χρησιμοποιείται η λ. ιχθύς και με τη σημ. «τροφή» και με τη σημ. «ζωντανό ψάρι». Η δήλωση τής λ. ψάρι και για το ζωντανό ψάρι είναι μτγν. Ο τ. ἰχθύς έχει διατηρηθεί σε ορισμένα σύνθ. (πρβλ. ιχθυο-πωλείο, ιχθυο-τροφείο ιχθυό-σκαλα), ενώ χρησιμοποιούνται και αρκετά σύνθ. με ψαρ(ο)- (πρβλ. ψαρ-αγορά, ψαρό-σουπα, ψαρο-ταβέρνα).
ΠΑΡ. ιχθύδιο(ν), ιχθυϊκός, ιχθυόεις, ιχθυώδης
αρχ.
ιχθύα, ιχθυάζομαι, ιχθυακός, ιχθυείον, ιχθυήματα, ιχθυηρός, ιχθυΐα, ιχθύϊνος, ιχθυώ
μσν.
ιχθυαίος.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. ιχθυ[ο]-). (Β' συνθετικό) αρχ. άνιχθυς, άπιχθυς, εύιχθυς, κάλλιχθυς, πολυΐχθυος, πολύϊχθυς, φίλιχθυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἰχθῦς — ἰχθύς masc acc pl ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰχθῦς — Ἰχθύς masc acc pl Ἰχθύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. — ἰχθὺς εἰς Ἑλλήσποντον. См. В море воды довольно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. — ἰχθὺς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται. См. Рыба начинает портиться с головы …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ιχθύς — ο ύος 1. ζώο σπονδυλωτό, υδρόβιο, που αναπνέει με βράγχια, ψάρι. 2. στον πληθ., Iχθύες αστερισμός του ζωδιακού κύκλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιχθύς, Ιπτάμενος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Δοράδα, στην Τράπεζα, στον Χαμαιλέοντα, στην Τρόπιδα και στον Οκρίβαντα. Διεθνώς ονομάζεται Volans και συμβολίζεται Vol …   Dictionary of Greek

  • Ιχθύς, Νότιος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αμφιφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στον Υδροχόο, στον Αιγόκερω, στο Μικροσκόπιο, στον Νότιο Σταυρό και στον Γλύπτη. Το λαμπρότερο άστρο του (το α Νότιου Ιχθύος) έχει μέγεθος 1,17 και ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • ἰχθύες — ἰχθύς masc nom pl ἰχθύς masc nom/voc pl ἰχθύς masc voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”